τεσσαρακοντάδα

τεσσαρακοντάδα
η / τεσσαρακοντάς, -άδος, ΝΑ
1. σύνολο σαράντα μονάδων ή ομοειδών πραγμάτων
2. περίοδος σαράντα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. πενηντ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρακοντάδα — τεσσαρακοντάς period of forty days fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακοντάς — άδος, ἡ, Α βλ. τεσσαρακοντάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”